- ἁλινηχής
- ἁλῐ-νηχής, ές, = foreg., ib. 10.9;A of swimmers, τέχνη ib.6.29 (Jul.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλινηχής — ἁλινηχής, ές (Α) αυτός που κολυμπάει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + νήχω «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
ἁλινηχέα — ἁλινηχής of swimmers neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλινηχής of swimmers masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλινηχέος — ἁλινηχής of swimmers masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek